πρόσωπον

πρόσωπον
πρόσωπον (-ον, -ου, -ον; -α acc.)
a face οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές ap. Stobaeum) N. 5.17 οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας

ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.8

b facade met., of the prelude to an ode

ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3

φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.14


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσωπον — face neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • προσώπω — πρόσωπον face neut nom/voc/acc dual πρόσωπον face neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωπάτων — πρόσωπον face neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώπασι — πρόσωπον face neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώπασιν — πρόσωπον face neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώπατα — πρόσωπον face neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώποιν — πρόσωπον face neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώποις — πρόσωπον face neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώποισι — πρόσωπον face neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσώποισιν — πρόσωπον face neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”